Καρκίνος της Ουροδόχου Κύστης
Γενικά
Ο καρκίνος της Ουροδόχου Κύστης είναι η 7η πιο συχνά εμφανιζόμενη κακοήθεια στους άνδρες και 11η αθροιστικά και στα δύο φύλα. Εμφανίζεται συχνότερα στους άνδρες με επιπολασμό στην Ευρώπη εννέα περιστατικά ανά 100.000 πληθυσμού, ενώ στις γυναίκες είναι αντίστοιχα 2,2 περιστατικά ανά 100.000 πληθυσμού. Ο Καρκίνος της Ουροδόχου Κύστης χωρίζεται σε δυο μεγάλες κατηγορίες, τον επιφανειακό και τον μυοδιηθητικό. Περίπου το 75% των ασθενών με Καρκίνο της Ουροδόχου Κύστης εμφανίζονται με την νόσο εντοπισμένη στον βλεννογόνο της κύστης. Σε νεότερους ασθενείς η αναλογία αυτή είναι πολύ μεγαλύτερη.
Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που ενοχοποιούνται για την εμφάνιση της νόσου, με κυριότερο το κάπνισμα, που ενοχοποιείται στο 50% των περιπτώσεων. Ο καπνός περιέχει αρωματικές αμίνες και πολυκυκλικούς υδρογονάνθρακες, που αποβάλλονται με τα ούρα. Άλλοι περιβαλλοντικοί παράγοντες που ενοχοποιούνται για την εμφάνιση του Καρκίνου της Ουροδόχου Κύστης είναι η έκθεση σε ουσίες που περιέχουν παράγωγα αμινών, όπως εργοστασιακά παράγωγα που χρησιμοποιούνται στην επεξεργασία χρωμάτων και πετρελαίου και είναι υπεύθυνα για το 10% των περιστατικών της νόσου. Ωστόσο, με την εισαγωγή νέων κανόνων ασφαλείας για την προστασία του προσωπικού, οι εργάτες που εκτίθενται σε αυτά τα χημικά δεν έχουν πλέον υψηλότερα ποσοστά εμφάνισης καρκίνου σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό.
Δεν υπάρχει κάποια ένδειξη για την ύπαρξη κληρονομικότητας στην εμφάνιση του Καρκίνου της Ουροδόχου Κύστης. Ωστόσο μπορεί να υπάρχει κάποιος ασθενή συσχέτιση μέσω της επίδρασης κάποιων γενετικών παραγόντων και πιθανών μεταλλάξεων που καθιστούν τον ασθενή ευάλωτο σε άλλους παράγοντες κινδύνου.
-
-
Διηθητικός όγκος κύστης.
-
-
Εικόνα διηθητικής εξεργασίας.
Διάγνωση
Το συχνότερο σύμπτωμα με το οποίο παρουσιάζεται ο Καρκίνος της Ουροδόχου Κύστης είναι η αιματουρία, η οποία μπορεί να είναι είτε μικροσκοπική ή μακροσκοπική. Η μακροσκοπική αιματουρία μπορεί να συσχετιστεί με πιο προχωρημένο στάδιο της νόσου κατά την αρχική εμφάνιση. Σε ασθενείς με ερεθιστικά συμπτώματα κατά την ούρηση πρέπει πάντα να τίθεται ερώτημα κατά τη διαφορική διάγνωση ως προς πιθανό Carcinoma in situ (CiS), δηλαδή ενός επιφανειακού καρκίνου της κύστης με υψηλό βαθμό κακοήθειας.
Η συνηθέστερη εξέταση για την διάγνωση της νόσου είναι το υπερηχογράφημα της κύστης. Με αυτόν τον τρόπο επιτρέπεται η διάγνωση όγκων του νεφρού. Το υπερηχογράφημα ανιχνεύει την υδρονέφρωση καθώς επίσης και την απεικόνιση εξωφυτικών μορφωμάτων της ουροδόχου κύστης.
Η αξονική ουρογραφία ή εναλλακτικά η ενδοφλέβιος πυελογραφία χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση μορφωμάτων στην ουροφόρο οδό με την ανάδειξη ελλειμμάτων πλήρωσης.
Η κυτταρολογική εξέταση των ούρων περιλαμβάνεται στον συνήθη έλεγχο της αιματουρίας και της διάγνωσης του καρκίνου της κύστης και είναι πιο αξιόπιστη εξέταση. Αναδεικνύει την υψηλού βαθμού κακοήθεια όγκων T1G3 σε ποσοστό 84%.
Κυστεοσκόπηση
Η διάγνωση των όγκων της Ουροδόχου Κύστης γίνεται με την κυστεοσκοπική απεικόνιση και ιστολογική επιβεβαίωση με τη λήψη βιοψίας . Σε CiS μπορεί να γίνει με την χρήση μοβ φωτισμού μετά από ενδοκυστική έγχυση 5-αμινολεβουλινικου οξέος (5-ALA). Με αυτόν τον τρόπο αναδεικνύονται οι ύποπτες περιοχές που απεικονίζονται ως ερυθρές. Ο φυσιολογικός βλεννογόνος έχει μπλε χρώμα. Η μέθοδος αυτή ονομάζεται φωτοδυναμική διάγνωση.
-
-
Όγκος ουροδόχου κύστης, κυστεοσκόπηση
Θεραπεία
Στον μη διηθητικό καρκίνο της κύστης η θεραπεία είναι η διουρηθρική αφαίρεση του όγκου είτε με μονοπολική ή με διπολική διαθερμία.
Συμπληρωματικά, ανάλογα με τον βαθμό κακοήθειας και την πιθανότητα για εξέλιξη ή υποτροπή της νόσου, μπορεί να απαιτηθούν ενδοκυστικες έγχυσεις με χημείοθεραπευτικά σχήματα ή με BCG.
Στον μυοδιηθητικό καρκίνο της κύστης ή σε αποτυχία της θεραπείας σε υψηλού βαθμού κακοήθειας νόσο, η θεραπεία εκλογής είναι η ριζική κυστεκτομή με εκτροπή των ούρων.
Εναλλακτικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακτινοβολία και χημειοθεραπεία συμπληρωματικά με την επέμβαση, σε ασθενείς ακατάλληλους για χειρουργείο ή που δεν δέχονται τις πιθανές επιπλοκές αυτού.
Καρκίνος του Όρχι
Γενικά
Ο καρκίνος του όρχι αποτελεί το 1% των νεοπλασιών στους άνδρες. Κατά τη στιγμή της διάγνωσης, το 1-2% των ασθενών εμφανίζουν αμφοτερόπλευρη νόσο, ενώ στο 90-95% προέρχεται από γεννητικά κύτταρα, με κυρίαρχο τύπο το σεμίνωμα.
Συχνότερη ηλικία εμφάνισης είναι η 3η δεκαετία για τους μη-σεμινωματώδεις όγκους και η 4η για τους σεμινωματώδεις. Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι ο καρκίνος του όρχι εμφανίζει υψηλά ποσοστά θεραπείας λόγω της χημειο/ακτινο-ευαισθησίας που τον διακρίνει.
Προδιαθεσικοί παράγοντες για τη νόσο είναι το ιστορικό κρυψορχίας, η μικρό λιθίαση του όρχι σε συνδυασμό με την ύπαρξη in situ νεοπλασιών στον όρχι και το οικογενειακό ιστορικό με Καρκίνο του Όρχι σε συγγενείς 1ου βαθμού.
Σε μεγάλες σειρές ασθενών, το 75-80% των ασθενών με σεμίνωμα και το 55% των ασθενών με μη-σεμινωματώδεις όγους έχουν στάδιο Ι της νόσου κατά τη στιγμή της διάγνωσης, γεγονός που συνεπάγεται πολύ καλή πρόγνωση για τον ασθενή.
Διάγνωση
Ο καρκίνος του όρχι εμφανίζεται κατά κανόνα ως μια ανώδυνη, ψηλαφητή, ετερόπλευρη μάζα στην περιοχή του οσχέου. Σπανιότερα ανακαλύπτεται μετά από τραυματισμό του οσχέου. Ο πόνος στο όσχεο μπορεί να είναι το πρώτο σύμπτωμα στο 20% των περιπτώσεων. Αναγνωρίζεται στο 27% των περιπτώσεων με Καρκίνο στον Όρχι. Η γυναικομαστία ανευρίσκεται στο 7% των περιπτώσεων, ιδιαίτερα στους μη σεμινωματώδεις όγκους. Πόνος στην πλάτη ή στα πλευρά που οφείλεται σε μετάσταση εμφανίζεται στο 11% των ασθενών.
Η κλινική εξέταση είναι χαρακτηριστική για την ύπαρξη της ψηλαφητής μάζας, ενώ η εξέταση θα πρέπει να περιλαμβάνει και την ψηλάφηση για πιθανούς λεμφαδένες ή γυναικομαστία.
Σε όλες τις περιπτώσεις με υποψία όγκου στον όρχι, θα πρέπει να γίνεται υπέρηχος οσχέου για να αναδειχθεί ο όγκος και να απεικονιστεί και ο ετροπλευρος όρχις. Η Μαγνητική Τομογραφία είναι πιο αξιόπιστη στην απεικόνιση των μαζών στο όσχεο αλλά το υψηλό κόστος την καθιστά απαγορευτική ως εξέταση ρουτίνας.
Στη διάγνωση και την πρόγνωση, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι καρκινικοί δείκτες, η ανάλυση των οποίων θα πραγματοποιείται πριν και 5-7 μέρες μετά την ορχεκτομή, και οι οποίοι είναι η α-φέτοπρωτεΐνη (α-FP),η β-χοριακή γόναδοτροπινη (β-HCG) και η γαλακτική διυδρογονάση (LDH).
Θεραπεία
Η θεραπεία του Καρκίνου του Όρχι είναι η ριζική ορχεκτομή με βουβωνική τομή, με αφαίρεση του όρχι και των περιβλημάτων του. Αν και δεν υπάρχουν αρκετά δεδομένα από μελέτες, έχει φανεί ότι μπορεί στον ίδιο χρόνο με την ορχεκτομή να τοποθετηθεί ορχική πρόθεση.
Ανάλογα με την ιστολογική εικόνα και το στάδιο της νόσου μπορεί να απαιτηθεί συμπληρωματική θεραπεία με χημειοθεραπεία ή ακτινοβολία.
Για περισσότερες συμβουλές και πληροφορίες για τις Κακοήθειες του Ουροποιητικού Συστήματος, μπορείτε να επικοινωνήσετε απευθείας με τον κ. Δελλή.