Γενικά
Ως ακράτεια ούρων σύμφωνα με τον Abrams είναι «η οποιουδήποτε βαθμού ακούσια απώλεια ούρων». Πρέπει να τονιστεί ότι με τον όρο ακράτεια ούρων αναφερόμαστε στο σύμπτωμα και όχι σε κάποια συγκεκριμένη πάθηση. Αποτελεί ένα σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο το οποίο οδηγεί σε μείωση της αυτοπεποίθησης και της σεξουαλικής και κοινωνικής δραστηριότητας. Ο ασθενής ωθείται να χρησιμοποιεί πάνες στην καθημερινότητά του. Εκτός από τα προβλήματα υγιεινής, πολλοί ασθενείς οδηγούνται στην κατάθλιψη και την κοινωνική απομόνωση.
Ο επιπολασμός της νόσου κυμαίνεται από 10-30% στον γενικό πληθυσμό, με το ποσοστό αυτό να αυξάνεται στους ηλικιωμένους ασθενείς και να φτάνει στο 62%. Οι γυναίκες μέσης ηλικίας εμφανίζουν σε ποσοστό 10% καθημερινά επεισόδια ακράτειας και 1 στις 3, έως και μία φορά την εβδομάδα. Παράλληλα, το 30% αυτών των περιστατικών συμβαίνει κατά την άσκηση.
Η ακράτεια ούρων διακρίνεται σε πέντε τύπους:
- Επιτακτική ακράτεια, όπου υπάρχει ακούσια απώλεια ούρων και συνοδεύεται από ή ακολουθεί έντονη επιθυμία για ούρηση
- Ακράτεια προσπάθειας, κατά την οποία η ακούσια απώλεια ούρων συμβαίνει κατά την άσκηση, την άρση βάρους, τον βήχα ή το φτάρνισμα
- Μικτή ακράτεια ούρων, όπου συνυπάρχουν οι δύο προαναφερθέντες τύποι
- Ολική ακράτεια
- Ακράτεια από υπερπλήρωση της κύστης
Διάγνωση
Η διαγνωστική προσέγγιση για την ακράτεια ξεκινάει με τη λήψη ιστορικού του ασθενούς, το οποίο πρέπει να είναι λεπτομερές και να περιλαμβάνει τη συμπτωματολογία, τυχόν αγωγή που λαμβάνει ή προηγούμενες χειρουργικές επεμβάσεις.
Στη συνέχεια, διενεργείται κλινική εξέταση που περιλαμβάνει τη δοκιμασία βήχα, εξέταση της κοιλιακής χώρας, εξέταση του κόλπου στις γυναίκες για έλεγχο ενδεχόμενης πρόπτωσης, εκτίμηση βαθμού ατροφίας και αδρή νευρολογική εξέταση ως προς την αισθητικότητα του περινέου και εκτίμηση του τόνου του σφιγκτήρα του πρωκτού.
Οι διαγνωστικές εξετάσεις που ενδείκνυνται είναι η τήρηση διαγράμματος (ημερολογίου) ουρήσεων και η δοκιμασία πάνας (pad test), ενώ οι εργαστηριακές εξετάσεις περιλαμβάνουν τη γενική ανάλυση ούρων και την καλλιέργεια ούρων, καθώς και τον υπολογισμό ενδεχόμενου υπολείμματος ούρων με διενέργεια υπερηχογραφήματος μετά την ούρηση.